Είναι δύσκολο να χρονολογήσουμε πότε αλλά και να αναλύσουμε με ποιο τρόπο η παραδοσιακή φορεσιά της Σορωνής πήρε τη μορφή που έχει τα τελευταία χρόνια, καθώς δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία.Διαπιστώνουμε, όμως από φωτογραφίες και κάποιες ελάχιστες αναφορές, πως εδώ και πάρα πολλά χρόνια η φορεσιά της Σορωνής έχει τη μορφή, που θα περιγράψουμε παρακάτω. Σύμφωνα με μαρτυρίες γηραιότερων γυναικών της Σορωνής, η φορεσιά αυτή φοριόταν από τις γυναίκες της Σορωνής την ημέρα του γάμου τους, ως νυφικό ρούχο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1900-1910.
Η Σορωνιάτικη φορεσιά που χρησιμοποιούταν για τους γάμους αλλά και τις επίσημες και γιορτινές εμφανίσεις των Σορωνιάτισσων, αποτελείται από επτά (7) κομμάτια : Τη βράκα, το πουκάμισο, το φουστάνι, το μπορκί, το ζωνάρι και δύο μαντήλια.
Η βράκα
Η βράκα, που ξεκινάει από τη μέση και καταλήγει στους αστραγάλους, έχει τη μορφή φαρδιού παντελονιού με στενό τελείωμα.Είναι φτιαγμένη από λεπτό ύφασμα, συνήθως χασέ, ώστε να είναι δροσερή. Στο κάτω μέρος της, όμως, γύρω-γύρω στα μπατζάκια, υπάρχει ένα κομμάτι χοντρού υφάσματος, το οποίο ύφαιναν οι Σορωνιάτισσες μόνες τους στον αργαλειό και στο οποίο υπάρχει κέντημα ύψους περίπου 30 εκατοστών. Όταν πλέον σταμάτησαν να υφαίνουν, άρχισαν να χρησιμοποιούν το λεγόμενο αραχωβίτικο. Η βράκα και το πουκάμισο, που αποτελούν μάλιστα τα εσώρουχα της φορεσιάς, είναι τα δύο κομμάτια της στα οποία υπάρχει κέντημα. Στη βράκα όμως, λόγω και της έκτασης του κεντήματος, οι Σορωνιάτισσες έδιναν ιδιαίτερη προσοχή. Από παλαιότερες μαρτυρίες γηραιών γυναικών της Σορωνής, μαθαίνουμε πως, όταν επρόκειτο να κεντηθεί μια νέα βράκα, οι γυναίκες προσπαθούσαν να βρουν κάποιο νέο κι εντυπωσιακό σχέδιο, ώστε να είναι ξεχωριστό και μοναδικό. Έτσι,βλέπουμε να έχουν κεντηθεί πραγματικά έργα τέχνης, υπέροχα κεντητά σχέδια με συνδυασμούς λουλουδιών, σχημάτων, πουλιών κ.α. ,τα οποία κεντιόντουσαν κυρίως με σταυροβελονιά.Σπανιότερα, μερικά μικρά τμήματα του σχεδίου κεντιόντουσαν με κρητική βελονιά.
Το πουκάμισο
Το πουκάμισο φοριέται αμέσως μετά τη βράκα και είναι το δεύτερο εσώρουχο της Σορωνιάτικης φορεσιάς. Φτιαχνόταν κι αυτό από υφαντό στην αρχή και στη συνέχεια απόαραχωβίτικο ύφασμα κι έχει τη μορφή μακρυμάνικης φαρδιάς πουκαμίσας που φτάνει έως ψηλά ή τη μέση της γάμπας (το μήκος του πουκάμισου πρέπει να είναι τέτοιο που να επιτρέπει να φαίνεται ολόκληρο το κέντημα της βράκας). Στη λαιμόκοψη του πουκάμισου υπάρχει σχίσιμο, το οποίο κατεβαίνει έως χαμηλά το στήθος. Το κάτω μέρος του πουκάμισου αποτελείται συνήθως από τέσσερα φύλλα υφάσματος ενωμένα μεταξύ τους. Κατά μήκος των τελευταίων περίπου 15 εκατοστών της ένωσής τους (ραφή), υπάρχει κέντημα. Κέντημα,επίσης,υπάρχει στον ποδόγυρο του πουκάμισου, γύρω από τη λαιμόκοψη, στο σχίσιμο στο στήθος αλλά και γύρω-γύρω από τα μανίκια. Το κέντημα που χρησιμοποιείται για το πουκάμισο είναι συνήθως κάποια μικρά σχέδια από το κέντημα της βράκας,τα οποία επαναλαμβάνονται ή εναλλάσσονται, έτσι ώστε να δημιουργούν μια μπορντούρα.
Το φουστάνι
Το τρίτο κομμάτι της φορεσιάς είναι το φουστάνι. Το φουστάνι είναι ένα άσπρο ρούχο φτιαγμένο από λεπτότερούφασμα όπως χασέ. Δεν έχει μανίκια και στο μπροστινό πάνω μέρος του υπάρχει βαθύ χαμόγελο το οποίο φθάνει ως κάτω ακριβώς από το στήθος. Ενώ η βράκα και το πουκάμισο είναι φαρδιά ρούχα, το φουστάνι ράβεται ακριβώς στα μέτρα της γυναίκας και είναι σφιχτό στο σημείο κάτω από το στήθος. Μ’ αυτόν τον τρόπο συγκρατεί το στήθος χωρίς να είναι απαραίτητος ο στηθόδεσμος. Από το σημείο εκείνο ξεκινάει το κάτω μέρος του φουστανιού, το οποίο ενώνεται με το πάνω με μια ιδιαίτερη σούρα. Η σούρα αυτή επιτρέπει να μπορούν να σχηματιστούν οι πιέτες του φουστανιού, που καλύπτουν όλο το κάτω μέρος του. Οι πιέτες πρέπεινα φτιάχνονται από την αρχήκάθε φορά που πλένεται το φουστάνι και οι Σορωνιάτισσες, για να τις διατηρήσουν όσο το δυνατό καλύτερα, έστριβαν το κάτω μέρος του φουστανιού και το έδεναν σφιχτά.
Το μπορκί
Το «μπορκί» ή αλλιώς «ο λιπατές» είναι ένα μικρό ζακετάκι που μοιάζει με τα σημερινά μπολερό, φτάνει δηλαδή μέχρι ακριβώς κάτω από το στήθος, εκεί που τελειώνει το πάνω μέρος του φουστανιού και κουμπώνει μπροστά ενώνοντας τις δύο μυτερές άκρες του. Συνηθιζόταν να φτιάχνεται από μονόχρωμα βελούδα ή από λεπτά μεταξωτά υφάσματα σε έντονα χρώματα,τα οποία είχαν ρίγες σε διάφορα μεγέθη ή άλλα σχέδια. Το ύφασμα που θα επιλέγονταν για το μπορκί, ήταν ένα άλλο θέμα στο οποίο δινόταν ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως και το κέντημα, μιας και αποτελούσαν τα στολίδια της φορεσιάς. Από μαρτυρίες μαθαίνουμε πως τα καλύτερα υφάσματα για το μπορκί, συνήθιζαν να τα προμηθεύονται από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Γύρω-γύρω σε όλο το μπορκί, ραβόταν κάποιο σιρίτι, για να το στολίσει ακόμα περισσότερο.
Το ζωνάρι
Το ζωνάρι είναι μια πλεκτή ζώνη φτιαγμένη από βαθυκόκκινο χρώμα μαλλιού, πλεγμένη με έναν εντελώς μοναδικό τρόπο, η οποία και στις δύο άκρες της καταλήγει σε φούντες. Φοριέται χαμηλά στη μέση, στο πάνω μέρος της περιφέρειας, τυλίγοντάς το δύο ή και τρεις φορές γύρω από το σώμα και δένοντάς το στηναριστερή πλευρά, με ένα χαρακτηριστικό τρόπο δεσίματος. Τα ζωνάρια αυτά πλέκονταν στον Έμπωνα.
Τα μαντήλια
Τελευταία κομμάτια της φορεσιάς αποτελούσαν τα μαντήλια του κεφαλιού. Οι Σορωνιάτισσες φορούσαν το παραδοσιακό Καλύμνικο μαντίλι. Πρόκειται για τετράγωνο μαντίλι λεπτού υφάσματος, σε άσπρο, κίτρινο, καφέ ή μπεζ χρώμα. Στις δύο αντικριστές γωνίες του αναπαριστούνται μικρά μπουκέτα λουλουδιών, ενώ στις άλλες δύο ένα στεφάνι και ένας αετός. Το μαντήλι διπλώνεται, έτσι ώστε να σχηματίζει τρίγωνο και στις δύο μύτες, για να φαίνονται ο αετός και το στεφάνι. Αν η κοπέλα που το φοράει είναι ελεύθερη, πρέπει να φαίνεται ο αετός, ενώ αν είναι παντρεμένη, το στεφάνι. Το μαντίλι σταυρώνει κάτω από το λαιμό και δένει με χαλαρό κόμπο στο πίσω μέρος. Μέσα από αυτό το μαντίλι φοριούνταν το κεφαλομάντηλο, ένα πιο πρόχειρο μαντήλι, που στο κέντρο του υπήρχε ραμμένο ένα φλουρί, «ο κουτελίτης» όπως το λέγανε, αφού καθώς φοριόταν το κεφαλομάντηλο, το φλουρί κρεμόταν στην μέση «του κούτελου» δηλαδή του μετώπου.
Δεν ήταν όμως αυτό το μοναδικό φλουρί της φορεσιάς. Υπήρχαν οι λεγόμενες «αρμαθιές», σειρές φλουριών που φοριόντουσαν μπροστά στο στήθος από όσες κοπέλες τις είχαν. Οι αρμαθιές έδειχνανόχι μόνο την οικονομική υπόσταση της κοπέλας αλλά και την αρχοντιά της. Οι αρμαθιές περνούσαν από γενιά σε γενιά, αφού η κάθε μάνα τις παρέδιδε στις κόρες της.
Οι Σορωνιάτισσες δε φορούσαν παπούτσια αλλά «στιβάνια», δηλαδή μπότες, που έφταναν ως τη μέση της γάμπας. Ήταν φτιαγμένες από δέρμα, το οποίο ήταν μαλακό και εύκαμπτο. Έτσι, τα στιβάνια ζάρωναν και μαζεύονταν στο κάτω μέρος του ποδιού. Το τελείωμα της βράκας ακουμπούσε πάνω στα στιβάνια.
Ελάχιστα είναι τα αυθεντικά δείγματα της παραδοσιακής φορεσιάς της Σορωνήςπου σώζονται έως και σήμερα. Και λέμε αυθεντικά, αυτά που φορέθηκαν από τις προ-προ γιαγιάδες μας ως ρούχο καθημερινό και διατηρήθηκαν μέχρι και σήμερα από κάποιες οικογένειες της Σορωνής. Βάσει αυτών των δειγμάτων, ο Πολιτιστικός και Λαογραφικός Σύλλογος Σορωνής ‘ Το Αμπερνάλλι’ , από τα πρώτα χρόνια της σύστασής του προσπάθησε και δημιούργησεκατά διαστήματα, νέα, πιστά αντίγραφα, με τον αυθεντικό τρόπο κατασκευής. Σήμερα ο πολιτιστικός σύλλογος έχει 20 τέτοιες παραδοσιακές φορεσιές, οι οποίες χρησιμοποιούνται από τα χορευτικά τμήματα του Συλλόγου στις διάφορες εμφανίσεις τους.
Καθημερινή φορεσιά
Εκτός από τη φορεσιάπου φοριόταν στις επίσημες εμφανίσεις και τις γιορτές, υπήρχε και η καθημερινή φορεσιά για τις γυναίκες της Σορωνής. Αυτή ήταν πολύ απλή και αποτελούνταν από δύο κομμάτια. Το πάνω μέρος το οποίο ήταν μακρυμάνικο πουκάμισο, κούμπωνε μπροστά σε όλο το μήκος του. Ακριβώς κάτω από το στήθος και στις δύο πλευρές, ξεκινούσαν μικρές πιέτες, που μαζί με το μικρό γιακαδάκι ήταν τα λιτά στολίδια της φορεσιάς. Το κάτω μέρος ήταν μια φούστα σε φαρδιά αέρινη γραμμή, που έφτανε ως τη μέση περίπου της γάμπας.